- καθομολογώ
- (Α καθομολογῶ, -έω)αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα, παραδέχομαι, ομολογώ («καὶ ὅρα, ὦ Κρίτων, ταῡτα καθομολογῶν, ὅπως μὴ παρὰ δόξαν ὁμολογῆς», Πλάτ.)αρχ.1. (ενεργ. και παθ.) συγκατατίθεμαι, υπόσχομαι («καθομολογήσας ἡμῑν πίστιν δοῡναι ἐν ακροπόλει», Ανδ.)2. (ενεργ. και παθ.) δίνω λόγο, τάζω, αρραβωνιάζω («τὴν Κλαυδίαν ἡμῶν ἀνδρὶ καθωμολόγηκα», Πλούτ.)3. βάζω ενέχυρο, ενεχυριάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁμο-λογῶ].
Dictionary of Greek. 2013.